- μενετοί
- μενετόςinclined to waitmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μενετός — μενετός, ή, όν (Α) [μένω] 1. ο κατάλληλος για αναμονή ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῡ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» οι ευνοϊκές περιστάσεις τού πολέμου δεν περιμένουν, Θουκ.) 2. αυτός που περιμένει, υπομονητικός, καρτερικός, μακρόθυμος … Dictionary of Greek